ανεπίδοτος

ανεπίδοτος
η , ο [ος , ον ]
1) невручённый, недоставленный (о посылке, повестке и т. п.); 2) невезучий, неудачливый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανεπίδοτος" в других словарях:

  • ανεπίδοτος — η, ο (Α ἀνεπίδοτος, ον) νεοελλ. 1. (για επιστολές ή έγγραφα) εκείνος που δεν δόθηκε στον παραλήπτη 2. (Νομ.) (για δικαστικό έγγραφο) εκείνος που δεν παραδόθηκε στον ενδιαφερόμενο μέσω του δικαστικού κλητήρα αρχ. αυτός που δεν έχει επίδοση, δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίδοτος — η, ο αυτός που δεν επιδόθηκε: Το τηλεγράφημα έμεινε δυο μέρες ανεπίδοτο, γιατί δε βρέθηκε κανείς στο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπίδοτον — ἀνεπίδοτος not growing masc/fem acc sg ἀνεπίδοτος not growing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίδοτα — ἀνεπίδοτος not growing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίδοτοι — ἀνεπίδοτος not growing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιακοίνωτος — η, ο [διακοινώνω] 1. αυτός που δεν διακοινώθηκε, ακοινοποίητος, αγνωστοποίητος 2. ανεπίδοτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»